- βλασφημήσῃ
- произнесет хулу
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
βλασφημήσῃ — βλασφημέω speak profanely of sacred things aor subj mid 2nd sg βλασφημέω speak profanely of sacred things aor subj act 3rd sg βλασφημέω speak profanely of sacred things fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)